-
1 ξυννευω
1) сближать, сдвигатьτὰς ὀφρῦς κάτω σ. Luc. — хмурить брови
2) кивать в знак согласияξὺννευσον Soph. — дай согласие, обещай
3) склоняться, сходиться(πρὸς τέν αὐτέν ὑπόθεσιν Polyb.; εἰς ἓν κέντρον Plut.)
-
2 συννευω
1) сближать, сдвигатьτὰς ὀφρῦς κάτω σ. Luc. — хмурить брови
2) кивать в знак согласияξὺννευσον Soph. — дай согласие, обещай
3) склоняться, сходиться(πρὸς τέν αὐτέν ὑπόθεσιν Polyb.; εἰς ἓν κέντρον Plut.)
-
3 συννεύω
II intr., incline to a point, converge,εἰς ὀξύ Thphr.Ign.51
;εἰς ἓν κέντρον Plu.Num.9
;εἰς ταὐτό Id.2.666c
;πρὸς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν Plb.3.32.7
; διαστρέφεται συννεύουσα ἢ παραλλάσσουσα ἄνω ἢ κάτω, of a broken jaw, Sor.Fract.12; σ. ἔνδον tending inwards, Aret.SA1.7; τῶν πραγμάτων συννενευκότων converged (to a favourable issue), J.BJ4.10.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συννεύω
См. также в других словарях:
συννεύω — ΜΑ [νεύω] 1. μαζεύω προς τα κάτω τα φρύδια, συνοφρυώνομαι (α. «συννενεύκει ὁ λόγος αὐτῷ τὰς ὀφρῡς», Άνν. Κομν. β. «τὰς ὀφρῡς κάτω συννένευκας», Λουκ.) 2. κατευθύνομαι αμοιβαία προς το ίδιο σημείο, συγκλίνω («πάντων πρὸς ἄλληλα τῶν μερῶν… … Dictionary of Greek